- νεμεσίτης
- νεμεσί̱της , νεμεσίτηςNemesis-stonemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεμεσίτης — νεμεσίτης, ὁ (Α) λίθος που, όπως πιστευόταν, είχε μαγικές ιδιότητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέμεσις + κατάλ. ίτης, ονομ. δηλωτική λίθων (πρβλ. κογχ ίτης, λυχν ίτης)] … Dictionary of Greek
νεμεσίτας — νεμεσί̱τᾱς , νεμεσίτης Nemesis stone masc acc pl νεμεσί̱τᾱς , νεμεσίτης Nemesis stone masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)